στειροποιώ

στειροποιώ
(ε) μετ. стерилизовать, обеспложивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στειροποιώ" в других словарях:

  • στειροποιώ — έω, Ν στειρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + ποιώ (< ποιός*). Το ρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στειροποίηση — η, Ν στείρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στειροποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. στειροποίησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»